Μελέτη στη βιβλιοθήκη

Αφού έχει προηγηθεί η διαδικασία της αποτύπωσης και μετά την αυτοψία ο επιγραφικός έχει στα χέρια του απόγραφο, σχέδιο, φωτογραφίες και έκτυπα της επιγραφής, ακολουθεί το στάδιο της μελέτης στη βιβλιοθήκη. Η συγκέντρωση της σχετικής βιβλιογραφίας αποτελεί σημαντικό μέρος της επιγραφικής έρευνας και απαιτεί πολλή προσοχή για να είναι όσο το δυνατόν πληρέστερη.

Η εκτεταμένη χρονικά περίοδος, από τον 8ο αιώνα π.Χ. ως τον 4ο αιώνα μ.Χ., και η θεματική ποικιλία που καλύπτουν οι επιγραφές καθιστούν το έργο του μελετητή ιδιαίτερα απαιτητικό, καθώς πρέπει να χειριστεί μια εκτενή βιβλιογραφία επιγραφική, ιστορική, φιλολογική κ.ά. Η καλή γνώση της ιστορικής περιόδου στην οποία ανήκει η επιγραφή, των αρχαιολογικών ευρημάτων της περιοχής και των άλλων γραπτών πηγών είναι προϋποθέσεις για τη σωστή προσέγγιση της υπό μελέτη για δημοσίευση επιγραφής. Ακριβώς λόγω αυτών των ιδιαιτεροτήτων της επιγραφικής επιστήμης, υπάρχει συνήθως σχετική εξειδίκευση των επιγραφικών σε μια συγκεκριμένη εποχή, περιοχή ή είδος επιγραφών.

Μια καλά οργανωμένη πανεπιστημιακή βιβλιοθήκη παρέχει σχεδόν όλη την απαραίτητη βιβλιογραφία για την επιγραφική έρευνα αλλά για ένα πιο εξειδικευμένο θέμα απαιτείται και βιβλιογραφική ενημέρωση που δεν εμπίπτει στα αυστηρά πλαίσια των κλασικών σπουδών. Επίσης, ο μελετητής μπορεί να χρειαστεί να αναζητήσει παλαιές εκδόσεις ή εκδόσεις μικρής κυκλοφορίας που εκδίδονται από τοπικούς φορείς και οργανισμούς, σπάνια βιβλία περιηγητών, αρχειακό υλικό και ημερολόγια παλαιών ανασκαφών.

Αν πρόκειται για επανέκδοση μιας ήδη δημοσιευμένης επιγραφής, ο μελετητής πρέπει να ανατρέξει σε όλες τις προηγούμενες δημοσιεύσεις. Η γνώση των προηγουμένων εκδόσεων είναι απαραίτητη για κάθε διόρθωση ή σχολιασμό που σκοπεύει ο επιγραφικός να προτείνει για το κείμενο. Οι επανεκδόσεις των επιγραφών είναι συχνά απαραίτητες, επειδή με τις προηγμένες μεθόδους αποτύπωσης και τη δημοσίευση νέων επιγραφών και μελετών, προκύπτουν νέα δεδομένα με βάση τα οποία μπορούν να προταθούν διορθώσεις και νέες αναγνώσεις του κειμένου ή συμπληρώσεις στον σχολιασμό παλαιότερων και συχνά πολύ συνοπτικών εκδόσεων.

Τη συλλογή και κωδικοποίηση του επιγραφικού υλικού καλύπτουν δύο είδη βασικών εκδόσεων, που πρέπει ο κάθε μελετητής να έχει υπόψη του στην αρχή της έρευνάς του και στις οποίες θα χρειαστεί να ανατρέξει πολλές φορές κατά τη διάρκεια των μελετών του, γνωστές με το λατινικό τους όνομα ως corpora και supplementa.

Τα corpora είναι συντάγματα επιγραφών, οι οποίες εκδίδονται όλες μαζί ως σύνολο συνήθως με γεωγραφική και σπανιότερα ειδολογική κατάταξη. Το χαρακτηριστικό ενός corpus είναι ότι παραθέτει το κείμενο της επιγραφής με τον ελάχιστο απαραίτητο υπομνηματισμό και πληροφορίες για τις προηγούμενες εκδόσεις της, χωρίς αναλυτικό σχολιασμό, επειδή ο κύριος στόχος του corpus είναι η συγκέντρωση του συνόλου του επιγραφικού υλικού και η κάλυψη μεγάλων γεωγραφικών περιοχών. Επομένως, σύμφωνα με τις σημερινές απαιτήσεις της επιγραφικής επιστήμης, αρκετές από τις επιγραφές αυτές θα μπορούσαν να επανεκδοθούν με εκτενέστερο σχολιασμό. Το μεγαλύτερο και πληρέστερο τέτοιο corpus επιγραφών με γεωγραφική κατάταξη παραμένει το InscriptionesGraecae, το οποίο δεν έχει ακόμα ολοκληρωθεί, ώστε να συμπεριλάβει όλον τον ελληνικό κόσμο, όπως το προκάτοχό του CorpusInscriptionumGraecarum. Στα corpora συμπεριλαμβάνονται επίσης και εκδόσεις που καλύπτουν μια συγκεκριμένη περιοχή ή μία μόνο ανασκαφική έρευνα. Οι εκδόσεις αυτές συνήθως δημοσιεύονται παράλληλα με το ανασκαφικό υλικό σε ξεχωριστό τόμο, όπως για παράδειγμα οι εκδόσεις των επιγραφών από την Ολυμπία (InschriftenvonOlympia) και τους Δελφούς (FouillesdesDelphes,tomeIII). Μια συλλογή επιγραφών μπορεί να συγκροτείται και με ειδολογικά κριτήρια, συχνά με αναλυτικότερο σχολιασμό από αυτόν του corpus, όπως η συλλογή έμμετρων επιγραφών του W. Peek, GriechischeVers-Inschriften. Μπορεί ακόμα να έχει τον χαρακτήρα επιτομής με θεματικό, χρονολογικό ή άλλο κριτήριο και να περιλαμβάνει ένα σύνολο επιγραφών επιλεγμένο από τον εκδότη, όπως η συλλογή του W. Dittenberger, SyllogeInscriptionumGraecarum (Syll. ή SIG), και η συλλογή των ιστορικών επιγραφών των R. Meiggs and D. M. Lewis, GreekHistoricalInscriptions (GHI). Όλες αυτές οι εκδόσεις, corpora ή συλλογές, αποτελούν βασική βιβλιογραφική αναφορά και η συνέχιση της έκδοσής τους είναι απαραίτητη για την επιγραφική επιστήμη, γιατί παρουσιάζουν το σύνολο των επιγραφών μεγάλων γεωγραφικών περιοχών ή το σύνολο των επιγραφών μιας ειδικής κατηγορίας. Η σύνταξη ενός corpus ή μιας συλλογής είναι πλέον αποτέλεσμα συλλογικής και μακροχρόνιας εργασίας πολλών ειδικών επιστημόνων.

Τα supplementa περιλαμβάνουν όλες τις νεότερες επανεκδόσεις των επιγραφών που έχουν ήδη δημοσιευτεί στα corpora, καθώς και σχετικές βιβλιογραφικές πληροφορίες και αναφορές στις επιγραφές αυτές, αλλά και νέες εκδόσεις αδημοσίευτων επιγραφών οι οποίες στο μέλλον θα προστεθούν στα corpora, όταν αυτά επανεκδοθούν. Τα supplementa καλύπτουν το κενό που αναγκαστικά δημιουργείται από τη στιγμή που δημοσιεύεται ένα corpus μέχρι την επανέκδοσή του, η οποία σπάνια συμβαίνει, και ο μελετητής δεν είναι δυνατόν να έχει υπόψη του κάθε νεότερη έκδοση και βιβλιογραφικό σχολιασμό της επιγραφής που τον ενδιαφέρει. Την ερευνητική αυτή ανάγκη εξυπηρετούν τα βασικά supplementa: το Bulletin Épigraphique (BEή Bull.Ep.) και το SupplementumEpigraphicumGraecum (SEG), τα οποία εκτός από τις (επαν)εκδόσεις επιγραφών συμπεριλαμβάνουν και βιβλιογραφική ενημέρωση για επιγραφικά ζητήματα.

Επίσης, ο μελετητής μπορεί να αναζητήσει τη δημοσιευμένη επιγραφή στο PHI,[1] μια διαδικτυακή και με ελεύθερη πρόσβαση ηλεκτρονική βάση όλων των δημοσιευμένων επιγραφών, όπου για κάθε επιγραφή παρέχονται στοιχειώδεις μόνον πληροφορίες, όπως γεωγραφική περιοχή, ενδεικτική χρονολόγηση, το κείμενο και οι βασικές δημοσιεύσεις της επιγραφής. Η δημοσίευση κάθε επιγραφής σε κάποιο supplementum ή corpus γίνεται με έναν συγκεκριμένο αριθμό, με τον οποίο και αναφέρεται στο εξής στη βιβλιογραφία. Ωστόσο, καθώς απαιτείται κάποιο χρονικό διάστημα για την ένταξη μιας νέας επιγραφικής δημοσίευσης στα supplementa αλλά και το PHI, η βιβλιογραφική ενημέρωση δεν μπορεί να είναι άμεση και ο μελετητής χρειάζεται να ανατρέχει τακτικά στα ελληνικά και ξενόγλωσσα επιστημονικά περιοδικά, όπου δημοσιεύονται επιγραφές, ή να συμβουλεύεται συχνά έναν επιγραφικό οδηγό(Guidedelpigraphiste), ο οποίος συγκεντρώνει τις τελευταίες εκδόσεις που αφορούν επιγραφικά θέματα.

Αν η προς έκδοση επιγραφή είναι αδημοσίευτη, ο μελετητής, έχοντας προσεγγίσει το κείμενο και προσδιορίσει τη χρονολόγηση και το είδος της επιγραφής, αναζητά τα πλησιέστερα επιγραφικά παράλληλα. Η ένταξη της επιγραφής σε ορισμένο είδος (π.χ. αναθηματική, νομική κλπ.) διευκολύνει τη συμπλήρωση και αποκατάσταση του κειμένου με βάση παράλληλα κείμενα και αρχικά τουλάχιστον προσανατολίζει στη μελέτη συγκεκριμένης βιβλιογραφίας. Τα επιγραφικά παράλληλα αναγνωρίζονται σε επιγραφές με ίδιο ή παρόμοιο περιεχόμενο που χρονολογούνται την ίδια περίπου περίοδο και προέρχονται από την ίδια γεωγραφική περιοχή, αφού οι πιθανότητες να παρατηρούνται παρόμοιες επιγραφικές πρακτικές είναι πάρα πολύ μεγάλες. Αν δεν υπάρχουν τέτοιες επιγραφές, τότε η αναζήτηση των παραλλήλων επεκτείνεται σε κοντινές χρονικά ιστορικές περιόδους ή γειτονικές περιοχές ή και απομακρυσμένες περιοχές που αποδεδειγμένα έχουν κάποια σχέση μεταξύ τους (π.χ. μητρόπολη και αποικία).

Εκτός από τις ηλεκτρονικές βάσεις αναζήτησης επιγραφών, τα corpora και τα supplementa, απολύτως απαραίτητα είναι τα λεξικά της αρχαίας ελληνικής γλώσσας για τη γλωσσική κατανόηση και τις διαλεκτικές ιδιαιτερότητες και τα ονομαστικά λεξικά για τη μελέτη των κύριων ονομάτων που τυχόν υπάρχουν στην επιγραφή. Επίσης, χρήσιμο βιβλιογραφικό βοήθημα είναι το Guidedelpigraphisteγια τις νέες επιγραφικές δημοσιεύσεις.

Κάθε επιγραφή ως μοναδικό και πρωτότυπο κείμενο αποτελεί στην πραγματικότητα ένα πρόβλημα προς επίλυση. Συχνά, ο επιγραφικός έρχεται αντιμέτωπος με ζητήματα, όπως ελάχιστες χρονολογικές ενδείξεις, μοναδικά επιγραφικά ευρήματα, λέξεις άγνωστες και μη καταγεγραμμένες στα λεξικά, προβλήματα τα οποία ενδέχεται να μην μπορεί να λύσει τη δεδομένη χρονική στιγμή αλλά τα οποία μπορεί να λυθούν αργότερα από κάποιο ένα νέο εύρημα. Για την ερευνητική κοινότητα όμως και τους άλλους μελητητές, απαράβατος όρος για τον επιγραφικό είναι η έκδοση κειμένου αξιόπιστου, σύμφωνα με όλα στοιχεία της δεδομένης χρονικής στιγμής, ώστε να υπάρχει η πληρέστερη κατά το δυνατόν εικόνα για τη συγκεκριμένη επιγραφή. Εξάλλου, στην επιγραφική έρευνα θεωρείται δεδομένο και αναπόφευκτο ότι ένα νέο εύρημα σίγουρα θα προσφέρει νέα στοιχεία, τα οποία μπορεί και να ανατρέψουν μια προηγούμενη ερμηνεία.

Παράλληλα με τη βασική μεθοδολογία προσέγγισης και ερμηνείας του κειμένου, όπως αυτή περιγράφηκε, στην επιγραφική έρευνα απαιτείται και κριτική ικανότητα αναζήτησης της κατάλληλης πληροφορίας, φαντασία, δημιουργικότητα, πρωτοτυπία σκέψης, αλλά και εμπειρία, άριστη γνώση της βιβλιογραφίας και επαφή με όσο το δυνατόν περισσότερα επιγραφικά κείμενα.




[1] The Packard Humanities Institute. Searchable Greek Inscriptions: http://epigraphy.packhum.org/inscriptions/