ΟΡΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ ΤΗΣ ΕΠΙΓΡΑΦΙΚΗΣ

Ο χαρακτηρισμός «βοηθητική» επιστήμη,[1] που έχει αποδοθεί στην επιγραφική, εμπεριέχει αξιολογική σημασία, αφού στην ουσία της αποδίδει έναν δευτερεύοντα ρόλο, βοηθητικό και υποστηρικτικό στις «κατεξοχήν» επιστήμες της κλασικής φιλολογίας, της ιστορίας και της αρχαιολογίας. Ωστόσο, η επιγραφική μπορεί να θεωρηθεί αυτόνομη, με βάση τα κριτήρια ορισμού της επιστήμης, δηλαδή το αντικείμενό της, τη συγκεκριμένη ερευνητική μέθοδο, την ερμηνεία με βάση τα δεδομένα, τη διάκριση παρατήρησης και συμπεράσματος, την παραγωγή καινούργιας γνώσης και την οργάνωση της παρουσίασής της σε δομημένο σύνολο, αλλά και τον διαρκή εμπλουτισμό, τις επιβεβαιώσεις ή αναθεωρήσεις των κάθε φορά παραγόμενων συμπερασμάτων. Βέβαια, είναι προφανές ότι η Επιγραφική, όπως και οι άλλες αποκαλούμενες «βοηθητικές» επιστήμες, η Παπυρολογία και η Νομισματική, βρίσκονται σε συνεχή διεπιστημονική αλληλεπίδραση με τον ευρύτερο χώρο των κλασικών σπουδών. Η αρχαιογνωσία και όλοι οι κλάδοι που την υπηρετούν είναι άρρηκτα συνδεδεμένοι με τις αρχαίες επιγραφές, όπως αντίστοιχα και η επιγραφική προϋποθέτει την κλασική παιδεία. Τα φιλολογικά, ιστορικά και αρχαιολογικά δεδομένα είναι απαραίτητα για την ερμηνεία των επιγραφών, αλλά παράλληλα η επιγραφική εμπλουτίζει το αντικείμενο της φιλολογίας με νέα κείμενα, χρησιμεύει ως ιστορική πηγή και συμβάλλει καθοριστικά στην ερμηνεία των αρχαιολογικών ευρημάτων. Η μελέτη και η ερμηνεία των επιγραφών προϋποθέτει την ενασχόληση και με άλλες επιστήμες, όπως η αρχαιολογία, η ιστορία, η φιλολογία, η νομισματική και η παπυρολογία, καθώς και την εξοικείωση με ζητήματα που αφορούν την ανθρώπινη δραστηριότητα σχεδόν σε όλους τους τομείς του αρχαίου πολιτισμού.

Η ελληνική επιγραφική μελετά τις επιγραφές, οι οποίες έχουν γραφτεί στην ελληνική γλώσσα και σε αλφαβητική γραφή, πάνω σε πάσης φύσεως σκληρό υλικό (πέτρα, πηλό, μέταλλο, ξύλο, οστά). Το αρχαίο ρήμα ἐπιγράφω σημαίνει «χαράσσω ή γράφω πάνω σε μια επιφάνεια» και απαντά συχνά τόσο σε λογοτεχνικά κείμενα όσο και στις ίδιες τις επιγραφές. Επίσης, η λέξη ἐπίγραμμα είχε στην αρχαιότητα και την έννοια της επιγραφής, χωρίς να παραπέμπει κατ’ ανάγκη σε έμμετρο κείμενο. Ο Klaffenbach θεωρεί ότι αντικείμενο της Επιγραφικής αποτελούν όλα τα άμεσα παραδιδόμενα  –εκτός των χειρόγραφων κωδίκων–  κείμενα της αρχαιότητας, ανεξάρτητα από το υλικό του φορέα και τον τρόπο γραφής.[2] Ωστόσο, η μελέτη αυτών των γραπτών κειμένων έχει επιμεριστεί σε τρεις κλάδους, την επιγραφική, την παπυρολογία και τη νομισματική, ως απαραίτητη επιστημονική σύμβαση, για τον ουσιαστικότερο έλεγχο και τη μελέτη του πλήθους των κειμένων μέσα σε συγκεκριμένα αρχαιολογικά και ιστορικά συμφραζόμενα.

Το κύριο κριτήριο, με βάση το οποίο διαφοροποιούνται οι τρεις αυτές επιστήμες, είναι ο φορέας γραφής των κειμένων. Έτσι, στο αντικείμενο της Επιγραφικής δεν περιλαμβάνονται επιγραφές σε νομίσματα ή πάπυρο, τα οποία μελετώνται από την νομισματική και την παπυρολογία αντίστοιχα. Τα όρια μεταξύ επιγραφικής και νομισματικής είναι διακριτά, καθώς το νόμισμα ως φορέας κειμένου είναι εξ ορισμού αντικείμενο της νομισματικής και το αναγραφόμενο κείμενο είναι αναγκαστικά σύντομο λόγω περιορισμένου χώρου, αφού συνήθως έχει μια συγκεκριμένη τυπική μορφή. Η νομισματική ασχολείται με το κείμενο των νομισμάτων στον βαθμό που αυτό παρέχει πληροφορίες, συνήθως για την πόλη της οποίας κοπή αποτελούν τα συγκεκριμένα νομίσματα, και επικεντρώνεται κυρίως στη συμβολή των νομισματικών ευρημάτων στην ιστορία μια περιοχής και εποχής. Οι επιγραφές στα νομίσματα μπορεί να ενδιαφέρουν και έναν επιγραφικό, όσον αφορά για παράδειγμα τον τρόπο αποτύπωσης των γραμμάτων, το αλφάβητο που χρησιμοποιείται, και το λεξιλόγιο ή τη διάλεκτο των μικρών κειμένων.

Η παπυρολογία εξετάζει κυρίως κείμενα γραμμένα σε πάπυρο αλλά στο αντικείμενό της συμπεριλαμβάνονται και κείμενα σε σκληρά υλικά, όπως όστρακα ή ξύλο, που έχουν βρεθεί ως επί το πλείστον στην Αίγυπτο. Η μελέτη των ενεπίγραφων αυτών αντικειμένων από την παπυρολογία, τα οποία μάλιστα αφορούν κείμενα γραμμένα σε σκληρές επιφάνειες κυρίως στην ελληνική γλώσσα, δημιουργεί σύγχυση σχετικά με τα όρια μεταξύ επιγραφικής και παπυρολογίας. Είναι δεδομένο ότι κάθε κείμενο γραμμένο με μελάνι σε πάπυρο ανήκει στην επιστήμη της παπυρολογίας ασχέτως με τον τόπο εύρεσής του, αν και η συντριπτική πλειονότητα των παπυρικών κειμένων, λόγω των συνθηκών διατήρησης του παπύρου, προέρχονται από την Αίγυπτο.[3]  Όταν όμως τα κείμενα δεν είναι γραμμένα σε παπύρους αλλά χαραγμένα σε αντικείμενα από πηλό ή ξύλο, τα όρια μεταξύ των δύο επιστημών δεν είναι πάντα διακριτά, γιατί τα κριτήρια δεν είναι πλήρως καθορισμένα. Η παπυρολογία μελετά κατά βάση κείμενα γραπτά με μελάνι σε όστρακα αλλά περιλαμβάνει στο αντικείμενό της και κείμενα εγχάρακτα σε όστρακα, τα οποία θα μπορούσαν να αποτελούν και αντικείμενο της επιγραφικής. Αντίστοιχα και η επιγραφική συμπεριλαμβάνει όχι μόνο εγχάρακτες αλλά και γραπτές επιγραφές σε όστρακα ή σε άλλα φθαρτά υλικά. Τα παλαιογραφικά χαρακτηριστικά των κειμένων που εμπίπτουν στα όρια της παπυρολογίας είναι ένα κριτήριο διαχωρισμού για τη μελέτη, αφού κοινό γνώρισμά τους αποτελεί η χρήση συνεχόμενων κινήσεων για τη σχεδίαση του γράμματος και οι συνενώσεις πολλών γραμμάτων στη σειρά (επισεσυρμένη γραφή), χαρακτηριστικό της γραφής με μελάνι, που επιτρέπει τη συνεχόμενη κίνηση του χεριού. Αντίθετα, στις επιγραφές, τα γράμματα και οι κεραίες των γραμμάτων χαράζονται ξεχωριστά, ενώ τα συμπλέγματα γραμμάτων είναι σπανιότερα. Επιπλέον, τα επιγραφικά συμπλέγματα, χαρακτηριστικό γνώρισμα κυρίως των επιγραφών της ρωμαϊκής περιόδου, αφορούν συχνά συνενώσεις κάθετων κεραιών, συνήθως δύο και σπανιότερα τριών ή τεσσάρων γραμμάτων, και δεν έχουν τη μορφή της επισεσυρμένης γραφής των παπυρικών κειμένων. Είναι αξιοσημείωτο όμως το γεγονός ότι και στα πρώτα παπυρικά κείμενα, όπως ο πάπυρος του Δερβενίου, η σχεδίαση των γραμμάτων γίνεται με χωριστές κεραίες, χωρίς τις συνενώσεις γραμμάτων και την επισεσυρμένη γραφή που εμφανίζονται αργότερα. Επομένως, τα όστρακα, ανάλογα με την προέλευση και το είδος τους, μπορεί να μελετώνται άλλοτε από την επιγραφική και άλλοτε από την παπυρολογία, αφού τα παλαιογραφικά ή γεωγραφικά κριτήρια δεν είναι πάντα ικανά να λύσουν το πρόβλημα.[4]

Η ελληνική επιγραφική μελετά κείμενα γραμμένα σε αλφαβητική γραφή και σε ελληνική γλώσσα. Αρχικά, τα όρια της Επιγραφικής εκτείνονταν από τον 14ο αιώνα π.Χ. έως τον 7ο αιώνα μ.Χ. και συνεπώς περιελάμβαναν και κείμενα της ελληνικής γλώσσας γραμμένα στη μη αλφαβητική γραφή Γραμμική Β.[5] Λόγω όμως των ιδιαιτεροτήτων που παρουσίαζαν τα κείμενα αυτά, επικράτησε το αντικείμενο της ελληνικής Επιγραφικής να αφορά μόνο τις αλφαβητικές ελληνικές επιγραφές και η συλλαβική Γραμμική Β, μαζί με τις άλλες αιγαιακές γραφές, τη Γραμμική Α, την κυπρομινωική, το κυπριακό συλλαβάριο, να αποτελέσει αντικείμενο μελέτης επιγραφικών ειδικευμένων στις γραφές αυτές.

Οι επιγραφές αποτελούν σημαντική πηγή για τη μελέτη των διαλέκτων της αρχαίας ελληνικής γλώσσας και της εξέλιξής τους στο πέρασμα των αιώνων. Τα επιγραφικά κείμενα, δημόσια και ιδιωτικά, είναι γραμμένα σε διάφορες ελληνικές διαλέκτους. Για τα δημόσια κείμενα της πόλης συνήθως χρησιμοποιείται το αλφάβητο και η διάλεκτος της περιοχής αλλά αυτό δεν είναι απαράβατος κανόνας,[6] ενώ σε περιπτώσεις κινητών ευρημάτων η διάλεκτος της επιγραφής εξαρτάται από τον χαράκτη και είναι αυτή της περιοχής είτε προέλευσης είτε εύρεσης του αγγείου. Συνήθως, είναι δύσκολο να διαπιστωθεί αν ο συντάκτης του κειμένου και ο χαράκτης της επιγραφής είναι το ίδιο πρόσωπο, ποιος από τους δύο ταυτίζεται με το κύριο πρόσωπο στην επιγραφή, πότε και πού χαράσσεται το κείμενο. Ο χαράκτης μπορεί να γράψει το κείμενο στη διάλεκτο που μιλά ο ίδιος αλλά μπορεί και να αντιγράφει το κείμενο που του έδωσε ο εντολέας στη δική του διάλεκτο. Σώζονται, επίσης, δίγλωσσες επιγραφές, όπου το κείμενο είναι γραμμένο σε δυο διαφορετικές γλώσσες, όπως για παράδειγμα στα λατινικά και ελληνικά. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν επιγραφές που είναι χαραγμένες σε δύο διαλέκτους[7] ή στις οποίες φαίνεται να έχει γίνει διόρθωση για διαλεκτικούς λόγους από τον χαράκτη.[8]

Στο αντικείμενο της επιγραφικής συμπεριλαμβάνονται και τα χαράγματα, σημεία και σύμβολα, αλφαβητικά ή μη αλφαβητικά: σημεία κεραμέως, εμπορικά σύμβολα σε αγγεία, αρχιτεκτονικά σημεία σε λίθο, αριθμητικά [6a, 6b, 6c, 6d, 6e, 6f] ή άλλα σύμβολα, πρόχειρα σχεδιάσματα εικόνων, τα οποία είτε λειτουργούν αυτόνομα είτε συνοδεύουν και συμπληρώνουν το κείμενο. Η χρήση χαραγμάτων πάνω σε εμπορικούς αμφορείς είχε προφανώς κάποιο ρόλο στα διαφορετικά στάδια παραγωγής και διακίνησης των αγαθών.[9] Αυτά τα χαράγματα αποτελούν μέσο επικοινωνίας και σκοπός τους είναι να μεταδώσουν ένα κωδικοποιημένο μήνυμα, σε ένα δυνάμει «αναγνωστικό» κοινό, το οποίο ήταν σε θέση να τα αποκωδικοποιήσει και να τα κατανοήσει. Η καταγραφή λοιπόν και η συστηματική μελέτη αυτής της ιδιαίτερης «γλώσσας» κρίνεται απαραίτητη για την κατανόηση σημαντικών εκφάνσεων του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού, όπως η οικονομική και κοινωνική οργάνωση, και το εμπόριο.

Οι επιγραφές, συνήθως σε κινητά ευρήματα, σε μη ελληνική γλώσσα και σε τοπικό αλφάβητο της περιοχής από την οποία προέρχονται (π.χ. φοινικικό, καρικό[10]) ή σε μη ελληνική γλώσσα αλλά στο ελληνικό αλφάβητο εντός των ορίων του ελληνικού κόσμου, δεν ανήκουν στο αντικείμενο της ελληνικής επιγραφικής. Όμως, είναι χρήσιμο να αναφέρονται ως επιγραφικά ευρήματα, γιατί αποτελούν μαρτυρίες των εμπορικών και πολιτισμικών ανταλλαγών μεταξύ των Ελλήνων και άλλων λαών ή ακόμα και της μόνιμης εγκατάστασης ξένων στις ελληνικές πόλεις.

Χρονικά η επιγραφική μελετά κείμενα από την εμφάνιση της αλφαβητικής γραφής στον ελληνικό κόσμο με βάση τα τωρινά αρχαιολογικά και επιγραφικά δεδομένα ως την ύστερη αρχαιότητα, δηλαδή από τον 8ο αιώνα π.Χ. έως τον 4ο αιώνα μ.Χ. Το ανώτατο όριο καθορίζεται από τα πρώτα επιγραφικά ευρήματα σε αλφαβητική γραφή, τα οποία χρονολογούνται στις αρχές ή στα μέσα του 8ου αιώνα π.Χ. Δυσκολότερος είναι ο καθορισμός του κατώτατου ορίου, γιατί η συνήθεια της χάραξης σε σκληρά υλικά στην ουσία δεν σταμάτησε ποτέ αλλά συνεχίζεται μέχρι σήμερα. Ωστόσο, βαθμιαία οι επιγραφικές συνήθειες άλλαξαν. Οι επιγραφές από τη βυζαντινή περίοδο και εξής περιορίστηκαν δραστικά κυρίως μόνο στη χάραξη μικρών κειμένων πάνω σε επιτύμβιες πλάκες, χωρίς την πρωτοτυπία και την ποικιλία του παρελθόντος, και στη χάραξη επιγραφών σε ναούς (π.χ. κτητορικές). Επομένως, ως κατώτατο όριο λαμβάνεται συμβατικά το πέρας της ύστερης ελληνικής αρχαιότητας, χωρίς αυτό να αποκλείει την έρευνα και μελέτη και λίγο μεταγενέστερων βυζαντινών και χριστιανικών επιγραφών. Και αυτό συμβαίνει, επειδή δεν έχει ακόμα συγκροτηθεί συστηματική ειδίκευση στη βυζαντινή επιγραφική για τη μελέτη και τη συστηματική καταγραφή των επιγραφών αυτών,[11] όπως για τις αιγαιακές ή τις λατινικές επιγραφές, ειδίκευση η οποία προϋποθέτει μελέτη του αλφαβήτου, καθώς χρησιμοποιούνται πολλές συντομογραφίες, και γνώση της ιστορίας και των συνηθειών της βυζαντινής εποχής.

Στο αντικείμενο της ελληνικής επιγραφικής εμπίπτουν όλες οι επιγραφές γραμμένες σε ελληνική αλφαβητική γραφή εντός αλλά και εκτός των ορίων του ελληνικού κόσμου. Οποιαδήποτε επιγραφή σε ελληνικό αλφάβητο και στην ελληνική γλώσσα, όπου και αν έχει βρεθεί, αποτελεί αντικείμενο της ελληνικής επιγραφικής. Η πλειονότητα των επιγραφών προέρχεται φυσικά από τον ελλαδικό χώρο, τις ελληνικές πόλεις και τις αποικίες τους, αλλά και εκτός των ορίων του ελληνικού κόσμου υπάρχουν επιγραφές είτε σε κινητά αντικείμενα που μεταφέρθηκαν μακριά από τον τόπο που χαράχτηκαν είτε γκράφιτι Ελλήνων που βρέθηκαν σε άλλες πόλεις ως έμποροι, ταξιδιώτες ή μισθοφόροι.[12]

Βασικό χαρακτηριστικό των επιγραφών είναι το σκληρό και άρα άφθαρτο υλικό γραφής, εξαιτίας του οποίου θεωρείται βέβαιη η πρόθεση του χαράκτη να προσδώσει στο κείμενο δημόσιο και μόνιμο χαρακτήρα.[13] Πράγματι αυτό συμβαίνει σε αρκετές κατηγορίες επιγραφών τόσο δημόσιων, όπως θα ήταν αναμενόμενο, όσο και ιδιωτικών. Δημόσιες επιγραφές σε λίθο (π.χ. νομικές επιγραφές, ψηφίσματα, συνθήκες) αλλά και ιδιωτικές επιγραφές σε λίθο ή μεταλλικά αντικείμενα (επιτύμβιες στήλες, βωμοί, αναθηματικές επιγραφές) αποδεικνύουν τον μόνιμο χαρακτήρα των επιγραφών ή τουλάχιστον την πρόθεση εκείνου, που παραγγέλλει τη χάραξη, να εκτεθεί δημόσια το ενεπίγραφο αντικείμενο και η έκθεση αυτή να διαρκέσει στον χρόνο. Παρά τον γενικό αυτόν κανόνα, το υλικό του φορέα της επιγραφής δεν συνιστά οπωσδήποτε και την πρόθεση η έκθεση να είναι δημόσια και διαρκής στον χρόνο. Πολλές επιγραφές σε όστρακα αγγείων αποτελούν πρόχειρες χαράξεις, οι οποίες έχουν περιστασιακό και παροδικό χαρακτήρα (η χάραξη του ονόματος ενός ιδιώτη, ονόματα για εξοστρακισμό σε μια ψηφοφορία). Αντίθετα, η ξύλινη κερωμένη πινακίδα, υλικό που συνήθως συνδέεται με την παροδικότητα και την προχειρότητα μιας επιγραφής, στη ρωμαϊκή εποχή συχνά χρησιμοποιείτο για κείμενα που έπρεπε να διαρκέσουν στον χρόνο.[14]  Ούτε όμως και το είδος της επιγραφής μπορεί αυτομάτως να οδηγήσει σε συμπεράσματα σχετικά με την πρόθεση του συντάκτη η επιγραφή να διατηρηθεί για πάντα. Δεν είναι δεδομένο ότι όλες οι νομικού περιεχομένου επιγραφές χαράσσονται με απώτερο στόχο να επιβιώσουν στο πέρασμα του χρόνου. Απλώς αυτές που είναι χαραγμένες σε λίθο, είτε σε δομικά στοιχεία κτιρίων είτε σε λίθινες στήλες, και έχουν διασωθεί διαμορφώνουν μια συγκεκριμένη εικόνα για τις νομικές επιγραφές. Στην αρχαιότητα, ανάλογα με τις πολιτικές ή κοινωνικο-οικονομικές εξελίξεις, τέτοιου είδους αποφάσεις είναι πολύ φυσικό να διορθώνονται, συμπληρώνονται ή και αντικαθίστανται από άλλες. Συχνά μάλιστα παρατηρείται το φαινόμενο να έχει σβηστεί το προηγούμενο κείμενο και να έχει χαραχθεί νεότερο πάνω στον λίθο σε μεταγενέστερη εποχή. Επίσης, οι λογοτεχνικές και επιγραφικές μαρτυρίες αναφέρουν την ύπαρξη επιγραφών νομικού περιεχομένου, τα γνωστά λευκώματα της Αθήνας, που είχαν στόχο τη γρήγορη δημοσιοποίηση των αποφάσεων της πολιτείας για σύντομο χρονικό διάστημα.

Ο ορισμός του επιγραφικού (ή επιγραφολόγου), του ειδικού επιστήμονα δηλαδή που μελετά και εκδίδει τις επιγραφές, είναι περισσότερο ασαφής από τον ορισμό της ίδιας της επιστήμης. Στην πραγματικότητα η Επιγραφική δεν αποτελεί σε καμία πανεπιστημιακή σχολή ξεχωριστό τμήμα, ώστε οι απόφοιτοί της να έχουν τον ανάλογο τίτλο. Το μάθημα της επιγραφικής συμπεριλαμβάνεται στο πρόγραμμα σπουδών των Τμημάτων της Ιστορίας-Αρχαιολογίας και Φιλολογίας των Φιλοσοφικών Σχολών, όπως και σε προγράμματα των Σχολών Κλασικών Σπουδών των πανεπιστημίων του εξωτερικού. Η απόκτηση της ειδίκευσης και της επισταμένης ενασχόλησης με την επιγραφική είτε στην Ελλάδα είτε στο εξωτερικό γίνεται μόνο μέσα από μεταπτυχιακά προγράμματα πρώτου και δεύτερου κύκλου, κατά τη διάρκεια των οποίων μπορεί ο φοιτητής να εκπονήσει μεταπτυχιακή ή διδακτορική εργασία με επιγραφικό θέμα. Η έκδοση όμως των επιγραφών βασίζεται κυρίως σε επιστήμονες (αρχαιολόγους, ιστορικούς, και φιλολόγους) οι οποίοι απέκτησαν την ανάλογη εμπειρία μέσα από την ειδική και μακρόχρονη ενασχόλησή τους με τις επιγραφές.

Ο Woodhead[15] επισημαίνει πολύ σωστά ότι θα ήταν αδύνατον να θεωρήσουμε ότι ένα άτομο με μια συγκεκριμένη γνωστική ειδίκευση θα μπορούσε να ελέγξει το πλήθος και τις απαιτήσεις του επιγραφικού υλικού για την έκδοση μιας επιγραφής. Και η Guarducci[16] συνοψίζει με ουσιαστικό τρόπο τα καθήκοντα και τις αρετές του επιγραφικού: ακρίβεια, υπομονή, σύνεση στη φάση της συμπλήρωσης και της διόρθωσης, παιδεία και γνώσεις αρχαιογνωστικές γενικότερα, διαισθητική ικανότητα και τέλεια γνώση της μεθόδου. Για την ανάγνωση και αποκατάσταση του κειμένου απαιτούνται γνώσεις γραμματικής, συντακτικού και λεξιλογίου της αρχαίας ελληνικής γλώσσας και μάλιστα συχνά στη διαλεκτική της μορφή. Η ανάγνωση και οι συμπληρώσεις που θα προτείνει ο επιγραφικός αποτελούν μια πρώτη ερμηνεία της επιγραφής αλλά είναι καθοριστικές για τις μελλοντικές αναγνώσεις και τη χρήση της επιγραφής ως πηγής για την ανασύνθεση της ιστορικής πραγματικότητας. Ο επιγραφικός πρέπει να συνδυάζει τις γνώσεις του φιλολόγου, τη ματιά του ιστορικού και την αντίληψη του αρχαιολόγου, καθώς κάθε φορά αντιμετωπίζει εντελώς διαφορετικά είδη κειμένων: από ένα ψήφισμα με τεχνικό λεξιλόγιο μέχρι μια έμμετρη επιγραφή με αναφορές σε λυρικές συνθέσεις. Ταυτόχρονα, ο επιγραφικός πρέπει να κατανοεί την υλική υπόσταση των επιγραφών, οι οποίες είναι χαραγμένες σε πάσης φύσεως αντικείμενα ή κτίρια της αρχαιότητας, και να έχει την ικανότητα να τις τοποθετεί στο ιστορικό τους πλαίσιο προτείνοντας μια συνθετική ερμηνεία.

Το προς μελέτη επιγραφικό υλικό καλύπτει μια χρονική περίοδο περίπου δώδεκα ή και περισσότερων αιώνων (αν συμπεριληφθούν και οι βυζαντινές επιγραφές) και μια εξίσου τεράστια γεωγραφική έκταση, η οποία περιλαμβάνει όλον τον τότε ελληνικό κόσμο, τις αποικίες και τα μέρη που εγκαταστάθηκαν ή στα οποία απλώς ταξίδεψαν Έλληνες αφήνοντας πίσω τους επιγραφές σε αντικείμενα, κτίρια, βράχους. Επειδή τα κείμενα αυτά με την τόσο μεγάλη γεωγραφική διασπορά και χρονική έκταση αλλά και τη θεματική ποικιλία τους συμπεριλαμβάνουν στην ουσία όλη την εξέλιξη του γραπτού και του προφορικού λόγου και γενικότερα του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού σε όλες τις εκφάνσεις της δημόσιας και ιδιωτικής ζωής, η εξειδίκευση του επιγραφικού, ο αυτοπεριορισμός και η θεματική ή χρονική οριοθέτηση του πεδίου μελέτης του συμβάλλουν στην πιο εμπεριστατωμένη και αναλυτική προσέγγιση του επιγραφικού υλικού.




[1] Woodhead 2009, 24-26.

[2] Klaffenbach 1989, 17 ̶ 19.

[3] Στην Ελλάδα το σημαντικότερο παπυρικό εύρημα είναι ο πάπυρος του Δερβενίου, ο αρχαιότερος λογοτεχνικός πάπυρος, που χρονολογείται περίπου στο 340 ̶ 320 π.Χ.

[4] Ο Bagnall (2009, xvii) αναφέρεται στα ρευστά ορισμένες φορές όρια μεταξύ παπυρολογίας και επιγραφικής, οι οποίες συχνά μοιράζονται κοινό υλικό, περιεχόμενο κειμένων, γεωγραφικό τόπο, τεχνικές γραφής και αναφέρει ότι τα ενεπίγραφα γραπτά όστρακα αποτελούν αντικείμενο μελέτης άλλοτε της επιγραφικής και άλλοτε της παπυρολογίας, ανάλογα με το μέρος που βρίσκονται, τη χρονική περίοδο στην οποία ανήκουν, το περιεχόμενο και γενικότερα τα συμφραζόμενά τους.

[5] Guarducci 2008, 23.

[6] Σε λίθινη δημόσια επιγραφή διαιτησίας (IC I.viii.4) που βρέθηκε στην Τύλισσο δεν χρησιμοποιείται το τοπικό κρητικό αλφάβητο της περιοχής αλλά το αλφάβητο του Άργους, της πόλης δηλαδή που αναλαμβάνει τον συμβιβασμό μεταξύ των δύο πλευρών, Τυλίσσου και Κνωσού. Βλ. και Guarducci 2008, 132.

[7] Στη στήλη του Φανοδίκου από το Σίγειον της Μικράς Ασίας (IG I3 1508) το ίδιο κείμενο με μικρές αλλαγές είναι γραμμένο σε δύο διαλέκτους, στην ιωνική και στην αττική διάλεκτο και σε διαφορετικά αλφάβητα, ίσως από διαφορετικό χαράκτη [3].

[8] Ο Τζιφόπουλος (2010 ̶ 2013, 353 και εικ. 2) αναφέρει ότι σε χρυσό επιστόμιο από την Πιερία (SEG XL 541 και SEG XLV 777) ο χαράκτης διόρθωσε το όνομα από Φυλομάγα σε Βουλομάγα ή αντίστροφα, προσαρμόζοντάς το στη μακεδονική ή στην αττική διάλεκτο [37a, 37b].

[9] Για τα σημεία κεραμέως σε αμφορείς από την Πρώιμη Εποχή του Σιδήρου βλ. Papadopoulos 1994.

[10] Για τις επιγραφές σε καρικό αλφάβητο από το Καραμπουρνάκι Θεσσαλονίκης πιθανόν του 5ου αιώνα π.Χ. βλ. Adiego et al. 2012. Για τη χάλκινη φιάλη 9ου–10ου αιώνα π.Χ. με φοινικική επιγραφή από τάφο της περιοχής της Κνωσού βλ. Sznycer 1979.

[11] Για τη μελέτη των χριστιανικών επιγραφών στην Κρήτη και στις Κυκλάδες βλ. αντίστοιχα Bandy 1970 και Kiourtzian 2000.

[12] Ο Dillon (1997) αναφέρει χαράγματα Ελλήνων μισθοφόρων στην Αίγυπτο.

[13] Bagnall 2009, xvii.

[14] Cooley 2012, 117 ̶ 118.

[15] Woodhead 2009, 25 ̶ 26.

[16] Guarducci 2008, 24.