Συμπλήρωση και αποκατάσταση κειμένου

Οι περισσότερες επιγραφές σώζονται αποσπασματικά ή παρουσιάζουν μικρές ή εκτεταμένες φθορές στην ενεπίγραφη επιφάνεια, ώστε να είναι απαραίτητη η συμπλήρωση των γραμμάτων που λείπουν και η αποκατάσταση του κειμένου. Οι λίθινες επιγραφές, ακόμα και κατά την αρχαιότητα, επαναχρησιμοποιούνταν συχνά ως δομικό υλικό, πράγμα που απαιτούσε τη λάξευση και κοπή του λίθου σε διαφορετικό μέγεθος, με αποτέλεσμα ο λίθος ή η στήλη να σώζει ένα τμήμα μόνο του αρχικού αντικειμένου. Αλλά και η ενεπίγραφη επιφάνεια, συχνά εκτεθειμένη στις καιρικές συνθήκες και ανάλογα με τις συνθήκες εύρεσης, παρουσιάζει σημαντικές φθορές και αλλοιώσεις. Σκόπιμες φθορές του λίθου μπορεί να υπάρχουν ήδη από την αρχαιότητα είτε γιατί ήθελαν να καταστρέψουν το ενεπίγραφο αντικείμενο είτε γιατί ήθελαν να επαναχρησιμοποιήσουν την ενεπίγραφη επιφάνεια ή να διορθώσουν το περιεχόμενο της επιγραφής. Μια συχνή περίπτωση ήταν η περίφημη damnatiomemoriae (η καταδίκη της μνήμης), η απόξεση δηλαδή και διαγραφή του ονόματος του αυτοκράτορα ή άλλων πολιτικών προσώπων μετά από απόφαση της Συγκλήτου από όλες τις επιγραφές.[1] Επιπλέον, τα ενεπίγραφα μεταλλικά αντικείμενα παρουσιάζουν οξείδωση στην επιφάνεια και καθιστούν δυσανάγνωστη την επιγραφή, ενώ στην κεραμική συχνά η επιφάνεια είναι φθαρμένη ή λείπει τμήμα του αγγείου.

Όταν μια επιγραφή σώζεται σε τμήματα και υπάρχει η υπόνοια ότι αυτά συγκολλώνται ή συνανήκουν πρέπει απαραιτήτως να λαμβάνεται υπόψη και το ίδιο το αντικείμενο, το υλικό, οι διαστάσεις, η κατεργασία κλπ. και όχι μόνο το κείμενο και η ενεπίγραφη επιφάνεια. Η αποκατάσταση πρέπει να είναι πειστική όχι μόνο ως προς το κείμενο (γραμματικά, συντακτικά, μετρικά, αν πρόκειται για έμμετρη επιγραφή, και νοηματικά, ανάλογα με το είδος του κειμένου), αλλά και ως προς το αντικείμενο (αν πρόκειται να ενωθούν ενεπίγραφα τμήματα π.χ. μιας στήλης).

Σπάνια μια επιγραφή είναι ακέραιη και ευανάγνωστη. Επομένως ο επιγραφικός βρίσκεται συχνά στη δύσκολη θέση της επιλογής με ποιον τρόπο να συμπληρώσει το κείμενο. Η συμπλήρωση και αποκατάσταση του κειμένου αποτελεί, όπως επισημαίνει ο Dow, κοπιαστική και ατελείωτη διαδικασία[2]. Οι συμπληρώσεις είναι απαραίτητες, γιατί αλλιώς το κείμενο θα ήταν μια δυσνόητη παράθεση λέξεων και μεμονωμένων γραμμάτων, που ακολουθείται από έναν καταιγισμό σχολίων[3]. Ο τρόπος όμως με τον οποίο γίνονται αυτές οι συμπληρώσεις και αποκαταστάσεις αποτελεί ουσιαστικά εκ των προτέρων επιλογή του εκδότη της επιγραφής.

Υπάρχουν δύο βασικές «σχολές» για την αποκατάσταση του κειμένου. Η πρώτη υποστηρίζει την περιορισμένη συμπλήρωση στοιχείων που θεωρούνται απολύτως βέβαια και δεν βασίζονται σε υποθέσεις του επιγραφικού αλλά στηρίζονται σε ακριβή παράλληλα και στερεότυπες εκφράσεις, που απαντούν σε παρόμοια είδη επιγραφών. Η δεύτερη πιστεύει ότι πρέπει να αποδίδεται ένα κείμενο όσο το δυνατόν πιο κοντά στο αρχικό αρχαίο κείμενο, ώστε ο αναγνώστης να σχηματίζει μια αντίληψη για το περιεχόμενό του, πράγμα που σημαίνει ότι ο αναγνώστης, ιδιαίτερα ο μη επιγραφικός, αποδέχεται αρκετές υποθετικές και υποκειμενικές συμπληρώσεις. Και οι δύο απόψεις ενέχουν διαφορετικούς αλλά σοβαρούς κινδύνους η καθεμία, όπως εύστοχα επισημαίνει ο Woodhead.[4] Από τη μια, με την απόλυτα αυστηρή συμπλήρωση μόνο των βέβαιων λέξεων και φράσεων το κείμενο της επιγραφής αφορά μόνο τους ειδικούς επιστήμονες και έτσι κατά κάποιον τρόπο δεν προσφέρει τη χαρά του ολοκληρωμένου κειμένου που παράγει νόημα. Από την άλλη, με την ελεύθερη συμπλήρωση υπάρχει κίνδυνος να υπεισέλθουν πολλά υποκειμενικά στοιχεία στο κείμενο της επιγραφής, το οποίο εκλαμβάνεται, συχνά χωρίς επιφυλάξεις από άλλους ερευνητές, ως το πραγματικό αρχαίο κείμενο που είχε χαραχθεί στο αντικείμενο.

Η συμπλήρωση του κειμένου απαιτεί πολύ καλή γνώση της γλώσσας, της γραμματικής και του συντακτικού αλλά και εξαίρετη γνώση των παράλληλων επιγραφικών κειμένων, αν υπάρχουν, για να περιορίζεται κατά το δυνατόν η αυθαιρεσία και η υποκειμενικότητα του εκδότη στις συμπληρώσεις. Επειδή η επιλογή μιας συμπλήρωσης παραμένει πάντοτε υποκειμενική και εξαρτάται από την εμπειρία και την αντίληψη του εκδότη, αυτός πρέπει να ισορροπεί ανάμεσα στις δύο ακραίες απόψεις σχετικά με την αποκατάσταση του κειμένου. Πρέπει δηλαδή να αποφεύγεται η επίδειξη γνώσεων, στην οποία πολύ εύκολα οδηγείται ακόμα και ο έμπειρος επιγραφικός που χειρίζεται πολύ καλά το υλικό, επειδή, όταν προτείνει μια συμπλήρωση, αυτή ενδέχεται να χρησιμοποιηθεί σαν να ήταν το πραγματικό κείμενο που είχε χαραχθεί (η ευτυχής αυτή συγκυρία ‒να βρεθεί δηλαδή τμήμα επιγραφής το οποίο συγκολλάται με μια ήδη δημοσιευμένη επιγραφή και επιβεβαιώνει την αποκατάσταση του πρώτου εκδότη‒ είναι σπάνια αλλά όχι ανέφικτη και εξαρτάται πάντοτε από την επιγραφική παιδεία του κάθε ερευνητή). Από την άλλη ο επιγραφικός οφείλει να έχει το επιστημονικό θάρρος να υποστηρίξει μια λύση που θεωρεί ως αρκετά πιθανή και ταιριάζει στα συμφραζόμενα του κειμένου, ακόμα κι αν αυτή ενδεχομένως αναθεωρηθεί μελλοντικά από ένα νέο εύρημα ή από κάποιον επόμενο εκδότη της επιγραφής.

Η συμπλήρωση μπορεί να αφορά μόνο τον αριθμό των στίχων της επιγραφής ή τον αριθμό των γραμμάτων που λείπουν, όταν το κείμενο δεν επιτρέπει κάτι περισσότερο. Σε ορισμένες περιπτώσεις οι συμπληρώσεις είναι αρκετά ασφαλείς, όταν λείπουν γράμματα (π.χ. στο εσωτερικό της λέξης) ή λέξεις, οι οποίες μπορούν με βεβαιότητα να συμπληρωθούν είτε με βάση γραμματικούς και συντακτικούς κανόνες είτε επειδή επαναλαμβάνονται σε άλλο σημείο του κειμένου ή σε άλλα παρόμοια κείμενα. Εξάλλου, βασικός κανόνας είναι ότι το κείμενο ως ένα βαθμό αποκαθίσταται από μόνο του. Οι συμπληρώσεις άλλων λέξεων και εκτενέστερων φράσεων μπορούν να γίνουν παραδείγματος χάριν (exempli gratia), ακολουθώντας παράλληλα επιγραφικά κείμενα, τα οποία έχουν παρόμοιο περιεχόμενο και πάντοτε με την προϋπόθεση ότι το συγκεκριμένο κείμενο ακολουθεί την ίδια τυπική μορφή με το παράλληλό του. Βέβαια, η χρήση πανομοιότυπων στερεότυπων εκφράσεων δεν μπορεί να αποδειχθεί, αλλά η χρήση παράλληλων παραδειγμάτων είναι ο μόνος τρόπος αποκατάστασης του κειμένου. Ακόμα και αν τα στερεότυπα δεν επαναλαμβάνονται με πανομοιότυπο τρόπο, ο επιγραφικός δεν μπορεί να προτείνει συμπληρώσεις, οι οποίες δεν στηρίζονται σε παράλληλα κείμενα. Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι ο επιγραφικός δεν πρέπει να αποτολμά μια συμπλήρωση με κατάλληλα και πειστικά επιχειρήματα, τα οποία θα στηρίζονται στην άριστη γνώση της βιβλιογραφίας, την υποκειμενική του ερμηνεία και το εμπειρικό του ένστικτο. Στην περίπτωση όμως που οι προτεινόμενες συμπληρώσεις είναι πιθανές ή παραδείγματος χάριν, τότε αυτές κανονικά δεν πρέπει να συμπεριλαμβάνονται στην έκδοση του κειμένου, έστω και εντός αγκυλών, αλλά να παρατίθενται στα σχόλια.

Το γεγονός ότι το τελικό κείμενο της επιγραφής αποτελεί ερμηνεία και τελική επιλογή του εκδότη πρέπει να είναι απολύτως κατανοητό από όλους τους επιστήμονες που χρησιμοποιούν τις επιγραφές ως πηγή, για να υποστηρίξουν τη δική τους ερευνητική πρόταση. Σε κάθε περίπτωση, όταν παραπέμπει σε επιγραφές που σε μικρό ή μεγάλο βαθμό έχουν αποκατασταθεί, ο μελετητής πρέπει να λαμβάνει σοβαρά υπόψη του ότι πρόκειται για την καλύτερη δυνατή έκδοση του κειμένου και όχι για το αυθεντικό αρχαίο κείμενο και ότι, εξαιτίας ενός νέου ευρήματος ή ενός νέου παράλληλου χωρίου, η έκδοση αυτή μπορεί να αλλάξει. Άλλωστε, η επίγνωση της διαφοράς μεταξύ του κειμένου εντός και εκτός αγκυλών είναι ουσιαστική για τη μεθοδολογικά ορθή χρήση των κειμένων των επιγραφών, γιατί μόνον έτσι αποφεύγεται η συγγραφή της «ιστορίας μέσα από τις αγκύλες»,[5] η οποία φυσικά και δεν έχει σχέση με την τότε πραγματικότητα.




[1] Keppie 1991, 22 ̶ 23.

[2] Dow 1969, 20.

[3] Cooley 2012, 436 και Bagnall 2009, 31.

[4] Για τις δύο «σχολές» συμπλήρωσης του κειμένου των επιγραφών βλ. Woodhead 2009, 145 ̶ 147 και Dow 1969, 21 ̶ 23.

[5] Badian 1989.