Βάλαγρος

Είδος Ονόματος: 
Ανθρωπωνύμιο
Φύλο: 
Αρσενικό
Παράλληλοι τύποι: 

Βλ. και Βάλακρος

Χρονολόγηση: 
3ος αι. π.Χ.
2ος αι. π.Χ.
Πηγές/τεκμήρια: 

(1) Μακεδονία < Δήλος 296 π.Χ., IG XI.2.154A.41 (2) Μακεδονία 168 π.Χ., RE (-) & FGrH 773 (3) Μακεδονία < Δήλος μέσα 3ου α. π.Χ., IG XI.4.585.3

Συνολικός αριθμός εμφανίσεων (προσώπων) σε όλο το LGPN: 
13
Βιβλιογραφία: 

LGPN IV. Για γλωσσικά σχόλια βλ. Hoffmann 1906, 176, Kalleris 1976 [1988], 422. Για την προσωπογραφία βλ. Tataki 1998, 277 αρ. 5, 6.  

Σχόλια: 

Όνομα πιθανότατα ελληνικής προέλευσης (από το προσηγορικό βάλαγρος 'ψάρι του γλυκού νερού, πιθανότατα είδος κυπρίνου'). Ο Kalleris (1976, 422, σημ. 3) αποκλείει ετυμολογική συγγένεια με το "Βάλακρος", υποστηρίζοντας την προέλευση του ονόματος από το σύνθετο προσηγορικό βάλαγρος (βάλ-, αβέβαιης ετυμολογίας, βλ. Βαλίος, Βαλλαχράδαι, Βαλλίων < βαλλίον 'φαλλός' + -αγρος, όπως στα ὄν-αγρος, σύ-αγρος).    

Πρωιμότερη αναφορά στην Έφεσο την ελληνιστική εποχή. Τελευταίες αναφορές από τη Λυδία και την Καρία τον 2ο αι. μ.Χ.  

Στο (2) αναφορά στον μακεδόνα ιστορικό, συγγραφέα των Μακεδονικών (πηγή: Στέφανος Βυζάντιος). Υπάρχουν και άλλες αναφορές του ονόματος χωρίς όμως εθνικό προσδιορισμό (Tataki 1998, 279).