λ. ὁπλῖται
ὁπλῖται μὲν γὰρ λέγονται οἱ βαρυτάτῃ κεχρημένοι ὁπλίσει κατὰ τὸν Μακεδονικὸν τρόπον ἀσπίσι περιφερέσι καὶ δόρασι περιμηκεστέροις.
Οπλίτες ονομάζονταν από τους Μακεδόνες οι στρατιώτες με τον βαρύ οπλισμό.
Οπλίτες ονομάζονταν από τους Μακεδόνες οι στρατιώτες με τον βαρύ οπλισμό.