λ. σάρισσα
Σάρισσα: εἶδος ἀκοντίου Ἑλληνικοῦ. δόρυ μακρὸν παρὰ Μακεδόσι.
σάρισσα
Για τη μακεδονική σάρισσα.
Για τη μακεδονική σάρισσα.