Περὶ ὀρθογραφίας 3.2.474.4 (Lentz)
ἀμαλή ἁπαλή. ἡ δὲ λέξις Μακεδόνων.
ἀμαλή
Συμφωνισμός της αρχαίας μακεδονικής διαλέκτου: τροπή μ > π (ἀμαλή)
Συμφωνισμός της αρχαίας μακεδονικής διαλέκτου: τροπή μ > π (ἀμαλή)