Νεοκλέει (δοτ., 5ος αι. π.Χ., Αθήνα), Νεοκλε͂ς (5ος αι. π.Χ., Αθήνα), Νεόκλειος (πατρων. επίθ., 3ος αι. π.Χ., Λέσβος), Νιωκλῆς (2ος αι. μ.Χ., Κιμμερικός Βόσπορος)
(1) Μακεδονία (Ορεστίδα-Βαττυναίοι) 192 μ.Χ., EAM 186III.43