Ονομαστικόν 1.138
προσαριθμητέον τούτοις καὶ τὰ βαρβαρικά, σάρισσαν Μακεδονικὴν τὸ δόρυ, καὶ παλτὸν Μηδικὸν τὸ ἀκόντιον, καὶ ἀκινάκην Περσικὸν ξιφίδιόν τι, τῷ μηρῷ προσηρτημένον, καὶ σαγάρεις Σκυθικάς.
σάρισσα, βάρβαρος
Ο Πολυδεύκης αναφέρει ως βαρβαρική (= μη ελληνική) τη μακεδονική λ. σάρισσα (= δόρυ).
Ο Πολυδεύκης αναφέρει ως βαρβαρική (= μη ελληνική) τη μακεδονική λ. σάρισσα (= δόρυ).