Αρχαία Μακεδονία: Γλώσσα, Ιστορία, Πολιτισμός

 Στις αρχές του 19ου αιώνα ο γερμανός φιλόλογος F. G. Sturz δημοσίευσε ένα μικρό βιβλίο με τίτλο De dialecto macedonica liber (Λειψία 1808) στο πλαίσιο της ιστορικοσυγκριτικής μελέτης των ινδοευρωπαϊκών γλωσσών και της ταξινόμησής τους. Ο Sturz κατέληγε στο συμπέρασμα ότι η αρχαία μακεδονική ήταν δωρική διάλεκτος, και έτσι υπήρξε ένας από τους πρώτους υποστηρικτές της «Ελληνικής Υπόθεσης». Η επιστημονική αυτή δημοσίευση έδωσε το έναυσμα για πολλές ακόμη μελέτες, οι οποίες συχνά παρέκκλιναν σημαντικά από την έγκυρη και τεκμηριωμένη παρουσίαση των δεδομένων προς οδούς καθαρής πολιτικής σκοπιμότητας. Η πενιχρή εκπροσώπηση της αρχαίας μακεδονικής στα αρχαιολογικά ευρήματα (επιγραφές), αλλά και οι πολιτικοϊστορικές συνθήκες μέχρι και τον 20ό αιώνα συνέτειναν στη διαιώνιση έντονων αντιπαραθέσεων -επιστημονικών και μη-, καθιστώντας την ταξινόμησή της ένα από τα μεγάλα ζητήματα για την ιστορία της ελληνικής γλώσσας με σαφείς, ασφαλώς, πολιτικές προεκτάσεις.

Εικόνα

To Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας συνεχίζοντας το έμπρακτο ενδιαφέρον του για τη μελέτη της ελληνικής γλώσσας στη διαχρονία της και στις ποικίλες μορφές της και αξιοποιώντας τις δυνατότητες των νέων τεχνολογιών, εξέδωσε τον τετράγλωσσο τόμο (ελληνικά, αγγλικά, γαλλικά, γερμανικά) Αρχαία Μακεδονία: Γλώσσα, ιστορία, πολιτισμός (επιμ. Γ. Γιαννάκης),στον οποίο προβάλλονται οι πλέον σύγχρονες θέσεις της διεθνούς επιστημονικής κοινότητας. Τα τέσσερα κείμενα που συγκροτούν τον τόμο αποτελούν τη συμπυκνωμένη γνώση καταξιωμένων ειδικών στη μελέτη της αρχαίας Μακεδονίας και ακολουθούν μια διεπιστημονική προσέγγιση, όπως επιβάλλεται από τη φύση του ερευνώμενου θέματος. Tο πρώτο κείμενο (Michael Zahrnt, Γερμανία) εστιάζει σε θέματα σχετικά με την ιστορία της Μακεδονίας από τις απαρχές της ιστορικής περιόδου έως την ελληνιστική περίοδο, το δεύτερο (Arthur Muller, Γαλλία) ασχολείται με τα αρχαιολογικά δεδομένα, στο επόμενο (Emilio Crespo, Ισπανία) συζητούνται οι φιλολογικές μαρτυρίες και συνολικά η γλωσσική κατάσταση της αρχαίας Μακεδονίας, ενώ στο τελευταίο κεφάλαιο (Julián Méndez Dosuna, Ισπανία) γίνεται μια συστηματική συζήτηση των γλωσσικών δεδομένων. Το επίκεντρο του τόμου είναι η θέση της μακεδονικής στους κόλπους της αρχαίας ελληνικής, και ειδικότερα ως μέλους του διαλεκτικού χάρτη της αρχαίας ελληνικής, καθώς και οι ενισχυτικές μαρτυρίες από τις συναφείς επιστήμες της φιλολογίας, της ιστορίας και της αρχαιολογίας. Οι τέσσερις μελέτες του τόμου συγκλίνουν στο συμπέρασμα ότι η αρχαία Μακεδονία και η γλώσσα της αποτελούν αναπόσπαστο τμήμα του ιστορικού, πολιτισμικού και γλωσσικού τοπίου της αρχαίας Ελλάδας, έχοντας διατηρήσει ορισμένα από τα χαρακτηριστικά που πρέπει να ήταν κοινά και με τα υπόλοιπα ελληνικά φύλα σε μια παλαιότερη περίοδο. Τα δεδομένα που έφερε στο φως η νεότερη έρευνα αναδεικνύουν πόσο οικείος με καθετί ελληνικό είναι ο συγκεκριμένος γεωγραφικός-πολιτισμικός χώρος και ταυτόχρονα πόσο διαφορετικός, λόγω των ιδιαίτερων συνθηκών, και πρωτότυπος, χαρακτηριστικό κάθε μεγάλου και δημιουργικού πολιτισμού. Όσο για τη γλώσσα, αυτή εντάσσεται με βεβαιότητα πλέον στην ομάδα των βορειοδυτικών ελληνικών διαλέκτων (δωρικές).