Βουτᾶ (γεν., 4ος αι. π.Χ., Θράκη / 2ος αι. μ.Χ., Ιωνία)
(1) Μακεδονία (Κάτω Παιονία-Ευρωπός) < Ωρωπός π. 240-220 π.Χ., IG VII.356.2 (= Πετράκος 1997, 98)
LGPN IV. Για γλωσσικά σχόλια βλ. Hoffmann 1906, 224· Russu 1938, 181· Robert 1963, 173-175· Masson 1984, 58 (= OGS II437). Για την προσωπογραφία βλ. Tataki 1998, 108 αρ. 5 (Βούτας) & σ. 514.
Μακεδονικό όνομα ελληνικής ετυμολογίας (από το βούτης 'βοσκός βοδιών'). Ο Hoffmann (1906, 224) το αναφέρει ως Βούτας (στο IG VII 356.2: Ἀγάθων Βούτα [Δε]υρόπιος Μακεδών), οικογενειακό όνομα (Standesname), όπως το Βουκόλος. Κατά τον Masson (1984, 58), το όνομα είναι Βουτᾶς (γεν. Βουτᾶδος), ιωνικό (παραπέμπει στις αντίστοιχες καταχωρήσεις στα Noms, 173-175, και Milet ΙΙΙ.138, ΙΙΙ.24 και παραθέτει και τον τύπο Βούτας από τον Bechtel, 518), συγγενές του βούτης ('βοσκός'). Από το Σύγχρονο Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας του F. Montanari: βούτης 'βοσκός βοδιών' (δωρ. βούτας)· ανδρ. όν. Βούτης, δωρ. Βούτας). Πρωιμότερη πιθανή αναφορά από το Άργος, 5ο αι. π.Χ. Τελευταία αναφορά από τη Λυδία τον 2ο ή 3ο αι. μ.Χ.