Η μακεδονική λέξη ἄλιζα, η οποία συνήθως ερμηνεύεται ως ‘λεύκη (δέντρο), ασθένεια (λέπρα) λεύκης’, είναι ίσως ένα αρχαίο βαλκανικό (και πιθανώς όχι μόνο) ισόγλωσσο. Η βασική αρχική σημασία της ρίζας ‘μικρός, ασθενής’ επεκτάθηκε σημασιολογικά σε αυτή του ‘πτωχός, ασθενής’ σε κάποιες γλώσσες. Στις ελληνικές διαλέκτους εμφανίζονται πιθανώς ορισμένοι ομόρριζοι μεταπτωτικοί τύποι (ετεροιωμένης βαθμίδας), π.χ. λοιγός ‘θάνατος’. Ο μακεδονικός τύπος ἄλιζα μάλλον σημαίνει ‘ασθένεια’ (των δέντρων), αλλά μεταφορικά ίσως σημαίνει και ‘άρρωστο δέντρο’.
Greek and Latin from an Indo-European Perspective (Πρακτικά συνεδρίου, Cambridge 2005)
Proceedings of the Cambridge Philological Society, Supplementary vol. 32